αχορευτος

αχορευτος
    ἀχόρευτος
    ἀ-χόρευτος
    2
    1) не сопровождаемый пляской, безрадостный
    

(ὀνείδη Soph.; ἆται Eur.)

    2) не умеющий танцевать, чуждый плясок
    

(ὅ ἀπαίδευτος ἀ. Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αχορευτος" в других словарях:

  • ἀχόρευτος — not trained in the dance masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχόρευτος — η, ο (Α ἀχόρευτος, ον) αυτός που δεν έχει χορέψει αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει ασκηθεί στον χορό 2. όποιος δεν μετέχει σε χορό ή δεν συνοδεύεται από χορό, θλιβερός …   Dictionary of Greek

  • αχόρευτος — η, ο 1. αυτός που δε χόρεψε: Ήταν στενοχωρημένη, γιατί είχε μείνει αχόρευτη. 2. αυτός που δε γιορτάστηκε: Γάμος αχόρευτος δε γίνεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀχορεύτως — ἀχόρευτος not trained in the dance adverbial ἀχόρευτος not trained in the dance masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχόρευτον — ἀχόρευτος not trained in the dance masc/fem acc sg ἀχόρευτος not trained in the dance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχορεύτους — ἀχόρευτος not trained in the dance masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχόρευτα — ἀχόρευτος not trained in the dance neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχόρευτε — ἀχόρευτος not trained in the dance masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχόρευτοι — ἀχόρευτος not trained in the dance masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆՊԱՐԵԼԻ — ( ) NBH 1 0229 Chronological Sequence: Unknown date ա. ἁχόρευτος carens choreis, illatabilis Ուր չիք պար. անմասն ʼի վայելչութենէ պարուց. *Վազես մոլեգնաբար, եւ պարես զանպարելին. Բրս. արբեց.: (այսինքն գինովի պէս կըցաթկըտես:) …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»